Lockdown…
Χωρίς πισίνες που τόσο αγαπώ…
Ατελείωτες ώρες χαζέματος στο internet…
Δύσκολο για όσους έχουν μάθει να είναι σε αθλητικούς χώρους!
Ένας καλλιτεχνικός ηλεκτρονικός διαγωνισμός στάθηκε η αφορμή για δημιουργία!
Δημιουργία χωρίς αγάπη, αγάπη για την κολύμβηση, αγάπη για τους αγώνες, δέος για τους Ολυμπιακούς αγώνες που για πρώτη φορά στην ιστορία τους αναβλήθηκαν και χωρίς πρωτόγνωρα συναισθήματα για αυτό που ζούμε σήμερα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει.
Όταν συνδέσεις το lockdown, την κολύμβηση και την αγάπη τι γίνεται;
Θα το μάθετε στο παρακάτω διήγημα.
*Αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική.
Καλή ανάγνωση!
Δυο μέτρα φιλί!
Δέκα χρόνια μετά και όλα είναι ίδια… σαν να μην πέρασε μια μέρα. Βρίσκομαι πάλι πίσω από ένα τζάμι και ο χτύπος της καρδιάς μου αντηχεί στα σωθικά μου τεράστιος, φοβισμένος, απεγνωσμένος και εξοργισμένος και είμαι ανίκανη να κάνω το οτιδήποτε. Με βουρκωμένα μάτια και πόδια «κομμένα» δίνω ένα φιλί από τα δυο μέτρα. Κι ίσως είναι το τελευταίο… Δυο μέτρα φιλί…
—
– Τα πήρες όλα; Τα αγωνιστικά σου μαγιό και τα γυαλάκια τα έχεις; Με ρωτάει η μαμά μου καθώς βγαίνω βιαστικά από την πόρτα φορτωμένη με τον αγωνιστικό σάκο της κολυμβητικής μου ζωής και με την αγαπημένη μου ασημί, σκληρή βαλίτσα σε μέγεθος χειραποσκευής που έφερα από εκείνο το ταξίδι μου στο Λονδίνο.
– Μην ανησυχείς μαμά μου. Δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Όλα θα πάνε καλά. Της στέλνω ένα φιλί στα πεταχτά σαν αυτά που μου αρέσει να μοιράζω απλόχερα μαζί με το χαμόγελο μου και μπαίνω βιαστικά στο βανάκι που με περιμένει στο δρόμο.
– Να προσέχεις… Να είσαι δυνατή. Καλή επιτυχία! Να περάσεις ανεπανάληπτα! Ήταν τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν στα αυτιά μου καθώς έκλεινε η πόρτα και το βανάκι ξεκινούσε βιαστικά για το αεροδρόμιο.
Πέντε ώρες αργότερα και αφού έχουμε περάσει όλους τους απαραίτητους ελέγχους και έχουμε κάνει μια ήρεμη πτήση βρίσκομαι μπροστά στη γυάλινη πόρτα του ασανσέρ του ξενοδοχείου μας στη Βουδαπέστη περιμένοντας να κατέβω για το δείπνο.
Αύριο θα πάμε για προπόνηση στο κολυμβητήριο στο νησί της Μαργαρίτας μέσα στο Δούναβη και δύο μέρες αργότερα αρχίζουν οι αγώνες. Μαζί με άλλους δέκα φοιτητές εκπροσωπώ την Ελλάδα στην Παγκόσμια Πανεπιστημιάδα κολύμβησης φέτος και αγωνίζομαι σε τρία αγωνίσματα.
Και ξαφνικά μπροστά στη γυάλινη πόρτα του ασανσέρ χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. Το ασανσέρ κατεβαίνει από τους πιο πάνω ορόφους και το χαμόγελο του μέσα από το τζάμι της πόρτας κάνει το θάλαμο να λάμπει. Η καρδιά μου αντηχεί μέσα μου σαν να παίζει η συμφωνική ορχήστρα κρουστών του Λονδίνου. Συμμαζεύω το καλλίγραμμο κολυμβητικό μου κορμί πριν γίνει ζελέ και σωριαστεί στο πάτωμα και μπαίνω στο ασανσέρ φορώντας το καλύτερο μειδίαμα μου ενώ μέσα μου κάνω πάρτι. Ντισκομπάλες ασημί με άπειρα μικρά καθρεφτάκια στριφογυρίζουν πάνω από το κεφάλι μου και προσπαθούν να με παρασύρουν στον ξέφρενο χορό τους.
– Που πας; Με ρωτάει χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου.
– Όπου και εσύ! απαντώ χωρίς καν να το σκεφτώ και την επόμενη στιγμή καταπίνω βιαστικά το σάλιο μου για να μην πνιγώ και στην πραγματικότητα συγχαίρω τον εαυτό μου που βρήκα το θράσος να το πω αυτό, ενώ θα έπρεπε να ντρέπομαι για την προκλητική απάντηση μου, να έχω ήδη αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και να με βρίζω για την ανάρμοστη συμπεριφορά μου.
Καρφώνω το βλέμμα μου ασυναίσθητα σε αυτά τα γαλανά μάτια και τα κοιτάζω ασταμάτητα ενώ παράλληλα νιώθω την ατμόσφαιρα τόσο ηλεκτρισμένη που νομίζω ότι το ασανσέρ θα γίνει παρανάλωμα. Είναι αυτός, αυτός που πάντα βλέπω στα όνειρα μου… Τώρα το ξέρω καλά. Πάντα το ήξερα! Τον βλέπω στα όνειρα μου!
-Σε θυμάμαι, μου λέει και χαμογελάει, είσαι το γούρι μου! Σε θέλω στη ζωή μου…
—
Το μυαλό μου παίρνει ανάποδες στροφές και σε γρήγορο flash back περνάει μπροστά μου η μεγαλύτερη γιορτή του παγκόσμιου αθλητισμού στην Αθήνα το 2004. Λίγο πριν πάμε στο ΟΑΚΑ για να παρακολουθήσουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες Κολύμβησης, με τη μαμά μου, έχουμε πάει έξω από το ξενοδοχείο που έχει καταλύσει η Αμερικανική Ολυμπιακή ομάδα κολύμβησης για να δούμε από μακριά του αθλητές. Και εκεί τον βλέπω πρώτη φορά πίσω από το τζάμι να χαμογελάει μιλώντας με τους συναθλητές του καθισμένος σε ένα από τα σαλόνια του ξενοδοχείου. Έχω κολλήσει το πρόσωπο μου στη τζαμαρία του ξενοδοχείου και η καρδιά μου πάει να σπάσει, μέχρι που ξαφνικά με βλέπει μου στέλνει ένα φιλί και μου χαμογελάει λοξά κλείνοντας μου το μάτι. Δεν πατάω στη γη, πετάω στα σύννεφα. Για την ακρίβεια κολυμπάω στα σύννεφα! Λίγο αργότερα βρίσκομαι κρεμασμένη στα κάγκελα της εξωτερικής πισίνας του Ολυμπιακού σταδίου της Αθήνας και φωνάζω το όνομα του κρατώντας ένα μικρό μπλε λούτρινο δελφινάκι. Με κοιτάει, μου χαμογελάει και μου στέλνει ένα φιλί από τα δύο μέτρα μακριά μου που βρίσκεται κάτω στον αγωνιστικό χώρο. Του πετάω το δελφινάκι και του ανταποδίδω το μακρινό φιλί. Η πρώτη του φορά σε Ολυμπιακούς αγώνες, μόλις δεκαέξι ετών, τόσο όμορφος και τόσο μοναδικά χαρούμενος που τον έχω ήδη ερωτευτεί! Είμαι δεν είμαι δώδεκα χρονών! Δέκα λεπτά μετά είναι χρυσός ολυμπιονίκης στα διακόσια μέτρα ύπτιο στην πρώτη του εμφάνιση σε Ολυμπιακούς αγώνες. Στο αγώνισμα που έμελε να γίνει το αγώνισμα μου… Πανηγυρίζω ξέφρενα σε βαθμό που είμαι ένα βήμα πριν πηδήξω από την κερκίδα στον αγωνιστικό χώρο όταν πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια τον βλέπω από κάτω μου να φιλάει τη μπλούζα του και να την πετάει προς το μέρος μου. «Είσαι το γούρι μου!» λέει, καθώς πιάνω την μπλούζα. «Σε θέλω στη ζωή μου!» συμπληρώνει και τα μάτια του λάμπουν εκθαμβωτικά. Και μου στέλνει ένα ακόμα φιλί από τα 2 μέτρα με μάτια κρυστάλλινα από την χαρά και την έκσταση της νίκης! Της πρώτης του Ολυμπιακής χρυσής νίκης!
—
Και ξαφνικά όλα χάνονται… Το ασανσέρ σταματάει. Ο χρόνος, ο τόπος, ο λόγος δεν έχει καμιά σημασία. Βρίσκομαι μέσα στην αγκαλιά του, τυλιγμένη από τα μεγάλα του γυμνασμένα χέρια και με φιλάει δίχως αύριο. Τα κορμιά μας γίνονται ένα, οι γλώσσες μας μπερδεύονται και το πάθος ξεχύνεται από τους γυάλινους τοίχους του ασανσέρ.
Το ασανσέρ ξεκινάει. Η γυάλινη πόρτα ανοίγει στον 5ο όροφο και χωρίς να έχω συναίσθηση του τι ακριβώς γίνεται νιώθω να με κρατάει σφιχτά από το χέρι και να κατευθυνόμαστε νότια στο μακρύ γκρίζο διάδρομο του ξενοδοχείου.
Δύο ώρες μετά είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι του δωματίου 520, γυμνοί, αγκαλιασμένοι και εξουθενωμένοι από ένα τρελό έρωτα γεμάτο πάθος που μόνο στα μυθιστορήματα έχεις συναντήσει. Πάνω στο κομοδίνο βρίσκεται το μικρό λούτρινο μπλε δελφινάκι…
Οι δέκα μέρες των αγώνων που ακολούθησαν ήταν ανεπανάληπτες! Ήταν για μένα αποκάλυψη! Γνώρισα τον εαυτό μου όπως ποτέ άλλοτε. Μέσα σε δέκα μέρες έγινα για πρώτη φορά γυναίκα δίπλα του και έζησα όλα αυτά που άλλοι θα χρειαστούν εφτά ζωές για να τα ζήσουν. Απελευθερώθηκα από όλα τα δεσμά που είχα μέχρι τότε και αγάπησα εμένα μέσα από τα μάτια του. Έζησα τον μεγαλύτερο και μοναδικό έρωτα της ζωής μου στον υπερθετικό βαθμό! Για την ιστορία, στους πανεπιστημιακούς αγώνες, κατέκτησα την πρώτη θέση σε δύο από τα τρία αγωνίσματα μου και την δεύτερη στο τρίτο πάντα με την δική του στήριξη. Εκείνος ήταν πρώτος σε όλα τα αγωνίσματα που συμμετείχε.
Οι αγώνες τελείωσαν και έπρεπε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Και ο αποχαιρετισμός ήταν οδυνηρός. «Έχω μια καριέρα που πρέπει να ακολουθήσω. Είσαι το γούρι μου και σε θέλω στη ζωή μου αλλά οι δρόμοι μας είναι διαφορετικοί. Η απόσταση είναι μεγάλη… Θα σ’ αγαπώ πάντα» Ήταν τα τελευταία λόγια του στο αεροδρόμιο πριν μπω στη «φισούνα» που με οδηγούσε στο αεροπλάνο επιστροφής. Ένα πεταχτό φιλί από τα 2 μέτρα που μας χώριζαν, το τελευταίο αυτό φιλί του αποχαιρετισμού, το υπέροχο λοξό αλλά αυτή τη φορά παγωμένο χαμόγελο του και τα υγρά γαλανά του μάτια είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Κλείνω τα μάτια καθώς περπατάω στον ψυχρό διάδρομο που οδηγεί στο αεροπλάνο και παρακαλάω να είχαμε λίγο περισσότερο χρόνο μαζί…
—
Δέκα χρόνια μετά και η καρδιά μου αντηχεί ακόμα τον ίδιο δυνατό χτύπο! Εκείνο τον χτύπο που ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε εκείνο το ασανσέρ. 10 χρόνια πριν. Τότε που μας χώριζε ένα τζάμι. Και ξεπρόβαλε πίσω από αυτό το υπέροχο χαμόγελο του.
Και σήμερα αντηχεί μέσα μου ο ίδιος εκκωφαντικός χτύπος. Μαζί με ένα σφίξιμο που ανεβαίνει στο λαιμό μου και γίνεται κόμπος γύρω του και με πνίγει. Και νιώθω πάλι το ίδιο συναίσθημα. Και μας χωρίζει πάλι ένα τζάμι. Αυτή τη φορά το τζάμι που χωρίζει το δωμάτιο της εντατικής σε ένα νοσοκομείο αναφοράς της Νέας Υόρκης.
Και τον χτύπο που συνθλίβει τα σωθικά μου διακόπτει άξαφνα η τραχιά φωνή ενός άνδρα με ιατρική στολή και χειρουργική μάσκα στο πρόσωπο που με ρωτάει:
-Γνωρίζετε ότι πρόκειται για φονικό ιό έτσι; Σας ψάχνουμε μέρες! Μόνο εσάς ζήτησε να δει. Το γούρι του είπε. Μας ενημέρωσε ότι θα σας βρίσκαμε στην Ελλάδα λίγο πριν κάνουμε την εισαγωγή του στην εντατική.
Και νιώθω τα μάτια μου να γεμίζουν, να πλημμυρίζουν. Όλος αυτός ο χτύπος που αντηχεί μέσα μου τόση ώρα θέλει να ξεχυθεί και να εκτονωθεί και είμαι μόνο δυο μέτρα μακριά του. Και είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και θέλω να τον αγκαλιάσω να τον φιλήσω να τον πλημμυρίσω με την αγάπη μου που τόσα χρόνια φυλάω για αυτόν. Και δεν μπορώ καν να τον ακουμπήσω! Μπορώ μόνο να στείλω το φιλί μου από τα δύο μέτρα. Ακριβώς όπως τότε. Δυο μέτρα φιλί.
Και το υγρό από τα μάτια ξεχύνεται σαν καταρράκτης στα μάγουλα μου καθώς οι σκέψεις μου στριφογυρίζουν και τρελαίνουν το μυαλό μου.
Τον αγαπάω τόσο πολύ. Πάντα τον αγαπούσα! Θέλω κι άλλο χρόνο μαζί του Πρέπει να έχω κι άλλο χρόνο μαζί του. Και η καρδιά μου δονείται και πάει να σπάσει στη σκέψη ότι μπορεί να μην έχω… Σκέψεις τόσο δυνατές για δάκρυα!
Και στέκομαι εκεί, πίσω από το τζάμι, παγωμένη, ανίκανη να μετακινήσω το κορμί μου που το νιώθω σαν ένα άδειο κουφάρι, κενό, απολύτως κενό και ταυτόχρονα τόσο μα τόσο βαρύ, κοιτώντας τον με το μικρό λούτρινο μπλε δελφινάκι να τον συντροφεύει δίπλα του και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του δώσω ένα φιλί από τα δυο μέτρα. Και να περιμένω…
Δυο μέτρα φιλί και είμαστε πάλι στην αρχή…